μελανόμορφα αγγεία

μελανόμορφα αγγεία
Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με εγχάραξη και τη χρήση λευκού ή, σπανιότερα, κόκκινου χρώματος για τον τονισμό των λεπτομερειών. Η εφεύρεση του μελανόμορφου ρυθμού αποδίδεται σε Κορίνθιους αγγειοπλάστες του 7ου αι. π.Χ., όμως τα βασικότερα δείγματα του είδους προέρχονται από την Αθήνα, με κυριότερους εκφραστές τον Εξηκία, τον Κλειτία κ.ά. Η κατασκευή μ.α. άρχισε να περιορίζεται μετά το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., εξαιτίας της εμφάνισης του ερυθρόμορφου ρυθμού και ουσιαστικά εξαλείφθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. Η μοναδική κατηγορία μ.α. που επέζησε μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν εκείνη των παναθηναϊκών αμφορέων, οι οποίοι προσφέρονταν ως έπαθλα στα Παναθήναια και αποτελούσαν αναπόσπαστο στοιχείο της γιορτής. Οι λόγοι που ο μελανόμορφος ρυθμός εγκαταλείφθηκε είναι αρκετοί: το αισθητικό αποτέλεσμα δεν συγκρινόταν με το αντίστοιχο του ερυθρόμορφου, ενώ η χρήση μαύρου χρώματος για τις μορφές δημιουργούσε πρόβλημα σχετικά με την απόδοσή τους στον χώρο, καθιστώντας τες μονοδιάστατες και μετέωρες· η εξέλιξη σχετικά με τις αποδόσεις των προσώπων και των αντικειμένων απαιτούσε νέες εκφραστικές μορφές, οι οποίες και δεν αποδίδονταν κατάλληλα στα μ.α. Μελανόμορφο αττικό αγγείο, που εικονίζει αυλητή και σάτυρο σε διονυσιακή τελετή

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μυκόνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Mυκόνου είναι ένα από τα παλαιότερα της Eλλάδας. Xτίστηκε αρχικά, σε λιτό νεοκλασικό σχέδιο, το 1905, για να στεγάσει τα σημαντικά ευρήματα από τη γειτονική Pήνεια. Tη σημερινή κυκλαδίτικη μορφή του απέκτησε μετά τις… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Αρχαίας Αγοράς Αθηνών — Στεγάζεται στην αναστηλωμένη το 1956 από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή στοά που είχε οικοδομήσει στον ίδιο χώρο ο βασιλιάς της Περγάμου Άτταλος το 2ο αι. π.Χ. Η συλλογή του μουσείου, από τις πιο αξιόλογες της Αθήνας, περιλαμβάνει ενδεικτικά… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήρας — Το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο Θήρας ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αι., για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές που διενεργούνταν στην αρχαία Θήρα από το 1896. Το κτίριο του πρώτου μουσείου καταστράφηκε από το μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγάρων — Η συλλογή των ευρημάτων από τις ανασκαφές στην περιοχή των Mεγάρων εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό από τις 2 Aπριλίου του 2000 στο ανακαινισμένο κτίριο του τέλους του 19ου αι., που μέχρι τη δεκαετία του 1960 στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Νάξου — Το Αρχαιολογικό Mουσείο της Nάξου στεγάζεται από το 1973 σε ένα κτίριο στο Κάστρο της Χώρας, που χτίστηκε το 17ο αι. για τη Σχολή Iησουιτών και στο τέλος του 19ου αι. στέγασε την Eμπορική Σχολή. Το μουσείο φιλοξενεί σημαντικά ευρήματα, κυρίως από …   Dictionary of Greek

  • μελανόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρη μορφή, μαύρη όψη, μελανός 2. φρ. αρχαιολ. α) «μελανόμορφος ρυθμός» (στην αγγειογραφία) ο ρυθμός κατά τον οποίο οι ζωγραφισμένες παραστάσεις στην επιφάνεια ενός αγγείου αποδίδονταν με μαύρο χρώμα πάνω στο ερυθρό φόντο …   Dictionary of Greek

  • νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”